αποκιδαρώ

αποκιδαρώ
ἀποκιδαρῶ (-όω) (Α)
βγάζω την κίδαριν* από το κεφάλι μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + κίδαρις «κάλυμμα της κεφαλής των Περσών βασιλέων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”